- ακτιβισμός
- ο(λ. λατιν.), φιλοσοφική άποψη συγγενική με τον πραγματισμό (βλ. λ.), από τον οποίο διαφέρει στο ότι αποδίνει και στην αλήθεια –κι όχι μόνο στη χρησιμότητα– αξία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.